- κρατητική
- κρατητικόςfit for winningfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατητικός — κρατητικός, ή, όν (Α) [κρατώ] 1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί 2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.) 3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός… … Dictionary of Greek